-4-
Κκ
Καβουρντιστήρι = χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών (μεταφορικά το παρωχημένο μηχάνημα)
Καγιανάς (ο) = τηγανιτά αυγά με παραγινομένες ντομάτες
Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο
Καζάντια (τα) = τα πλούτη, τα κέρδη
Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι
Κακάβι = χαλκωματένιο σκεύος για βράσιμο νερού
Κακαρώνω = πεθαίνω
Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή
Καλαμιά (η) = τα απομεινάρια στο θερισμένο χωράφι
Κάλεσια (η) = ο χτύπος της καμπάνας της εκκλησίας που καλεί σε κηδεία
Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά
Καλιακούδα (η) = η καρακάξα
Καλιγώνω = πεταλώνω (λεγόταν για τον πανέξυπνο : - καλιγώνει τον ψύλλο)
Καλικούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού
Καλμπάτσα (η) = αρρώστια των προβάτων
Καλόγερος = πυώδης φλεγμονή του δέρματος
Καλοφάγοτο = ευχή για το φαγητό
Κάμαρα, (ή) κάμαρη = Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού (επί τουρκοκρατίας λεγόταν και «οντάς»)
Καμάτι (το) = το όργωμα ( - πάω να καματέψω το χωράφι)
Καματερά = ζώα κατάλληλα για όργωμαΚαμουτσής,
καμτσί (το) = μαστίγιο για ζώα
Κανάτι = πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού
Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»
Κάνουλα (η) = η βρύση του βαγενιού
Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια
Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά
Κάπα(η),καπότα = μακρύ από γιδόμαλλο ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα
Καπινός (ο) = ο καπνός
Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού
Καπιστράνα (η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι
Καπίστρι(το) = το χαλινάρι
Κάργα (επίρρημα) = 1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα»
Καρμανιόλα = μεγάλο πριόνι
Καραμάνικη (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά
Καραμπουζουκλής (ο) = λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής)
Καρδάρα-ρι = ξύλινο ή μεταλλικό στρογγυλό αγγείο για το άρμεγμα
Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω
Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας
Κάρμα = το ψοφίμι, ψόφιο ζώο
Καρναβίτσα = εξόγκωμα στα χέρια, μυρμηγκιά
Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα
καρούλες = φουσκάλες
Καρούτα (η) = η σκάφη για το φαγητό των ζώων
Κάσσα = το φέρετρο.
Κασέλα (η) = ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια
Κασκαρίκα = φάρσα
Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα
Κατάχαμα = χάμω
Καταχεριάζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου
Κάτινου = κάποιου (αυτό κάτινους είναι)
Κάτσενα (η) = προβατίνα με πρόσωπο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο.
Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή,
Κατσιαπλιάς = (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες.
Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο
Κατσιφάρα (η) = η ομίχλη, η καταχνιά
Κατσούλα (η) = 1) η κουκούλα της κάπας 2) η γάτα
Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων
Καυκαλίθρα (η) = είδος αγριόχορτου
Καψοκαλύβας (ο)= σκωπτικά ο υπερβολικά φιλόξενος
Κενώνω = σερβίρω, μοιράζω το φαγητό στα πιάτα
Κερατούκλης = κατεργαράκος
Κιλίμι (το) = χαλί
Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, δείλιασα
Κιοτής (ο) = δειλός
Κιούπι (το) = πήλινο πλατύστομο σκεύος
Κιρκινέζι (το) = είδος γερακιού
Κιώνω = τελειώνω
Κλαρίζω = Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κλειώ = κλείνω
Κλιματσίδα (η) = η κληματόβεργα
Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια
Κλωνά (η) = η κλωστή
Κοθώνι (το) = ο χαζός, ο βλάκας (αρχαία λέξη: κόθορνος)
Κοκκινογούλι (το) = μπατζάρι , ραπανάκι
κοκολόγημα = επίπονο μάζεμα ελάχιστων μικρών καρπών « -είχαν τίποτα φέτος οι καρυδιές ; - Μπά, κοκολόγια»
Κολίνα (η) = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου
Κολιτσάκι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου
Κολόκουρος (ο) = Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.
Κολοκουρίζω = κουρεύω τα πρόβατα στον αυχένα στην ουρά και στα οπίσθια.
Κολάστρα (η) = το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα.
Κόμπια (τα) = οι αρθρώσεις του σώματος
Κομπόδεμα = η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού.
Κονάκι = 1) η καλύβα του τσοπάνη, σπίτι, νοικοκυριό ή αυτοσχέδιο κατάλυμα 2) είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού
Κόνξα (η) = κολπάκια, κόλπο «-μου κάνει κόνξες»
Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα
Κόπανος = 1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το κοπάνημα χοντρόσκουτων ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας
Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάπ
οιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω»
Κοπρίτης = 1) το αδέσποτο σκυλί, κοπρόσκυλο 2) (μτφ.) ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης
Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται μια πληγή
Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα
Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια
Κορίτα = ξύλινη ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα
Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα
Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών
Κουρνιαχτός = μπουχός, σκόνη
Κόσα (η) = εργαλείο σε σχήμα Γ με ξύλινη λαβή, 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτων
Κότσι = παιδικό παιχνίδι
Κορκοτσέλι = το ψιλό χαλάζι
Κορώνω = βρωμάω
Κοτάω = τολμώ (αποκοτιά= παράτολμη πράξη)
Κουκουλώνω = σκεπάζω
Κουμάσι (το) = 1) ο στάβλος του γουρουνιού 2) βρισιά για τον παλιάνθρωπο
Κουμούτσι = ξεροκόμματο ψωμί
Κουνούκλα (η) = άγριο θαμνώδες φυτό με χαρακτηριστική μυρωδιά
Κουρεμπάτσης = ο κουρεμένος σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή μηχανή
Κουρκούτι,το = 1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό
Κουρμπέτι,το = το ταξίδι, σεργιάνι «βγήκες στο κουρμπέτι»
Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια
Κούρνια (η) = το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά
Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη,
Κουρούνα (η) = το μεγάλο κοράκι
Κουρούνης = κακομοίρης (επαυξανόμενο : Μαυροκουρούνης)
Κουρούπα (η) = δοχείο
Κουσούρι = ελάττωμα
Κούτελο (το) = το μέτωπο
Κουτουλάω = νυστάζω, χτυπώ το κεφάλι σε κάτι
Κούτουλας = ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου
Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός
Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα που γίνεται με το σκάψιμο του αμπελιού
Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνω σε κάθε γωνιά κουτρούλια
Κουτσούβελα = μικρά παιδιάΚόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών
Κόφτρα (η) = μεγάλο πριόνι
Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος
Κοψοχρονιά = μισοτιμής
Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο
Κρένω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κρένει η μάνα σου… δημ. Τραγούδι)
Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο
Κωλώνω = δειλιάζω, οπισθοχωρώ
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Κκ
Καβουρντιστήρι = χειροκίνητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ η ρεβιθιών (μεταφορικά το παρωχημένο μηχάνημα)
Καγιανάς (ο) = τηγανιτά αυγά με παραγινομένες ντομάτες
Κάδη (η) = ξύλινος λεπτός κάδος με στενή βάση που χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο
Καζάντια (τα) = τα πλούτη, τα κέρδη
Καλιά (η) = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι
Κακάβι = χαλκωματένιο σκεύος για βράσιμο νερού
Κακαρώνω = πεθαίνω
Κακορίζικος (η, ο) = ο άτυχος, δύστυχος στην ζωή
Καλαμιά (η) = τα απομεινάρια στο θερισμένο χωράφι
Κάλεσια (η) = ο χτύπος της καμπάνας της εκκλησίας που καλεί σε κηδεία
Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά
Καλιακούδα (η) = η καρακάξα
Καλιγώνω = πεταλώνω (λεγόταν για τον πανέξυπνο : - καλιγώνει τον ψύλλο)
Καλικούτσια = μεταφορά κάποιου στην πλάτη, κυρίως παιδιού
Καλμπάτσα (η) = αρρώστια των προβάτων
Καλόγερος = πυώδης φλεγμονή του δέρματος
Καλοφάγοτο = ευχή για το φαγητό
Κάμαρα, (ή) κάμαρη = Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού (επί τουρκοκρατίας λεγόταν και «οντάς»)
Καμάτι (το) = το όργωμα ( - πάω να καματέψω το χωράφι)
Καματερά = ζώα κατάλληλα για όργωμαΚαμουτσής,
καμτσί (το) = μαστίγιο για ζώα
Κανάτι = πήλινο δοχείο για προσφορά κρασιού ή νερού
Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»
Κάνουλα (η) = η βρύση του βαγενιού
Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια
Καντίλα (η) = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά
Κάπα(η),καπότα = μακρύ από γιδόμαλλο ένδυμα τσοπάνη με κουκούλα
Καπινός (ο) = ο καπνός
Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού
Καπιστράνα (η) = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι
Καπίστρι(το) = το χαλινάρι
Κάργα (επίρρημα) = 1) πολύ γερά «κράτα κάργα» 2) «γεμάτο κάργα»
Καρμανιόλα = μεγάλο πριόνι
Καραμάνικη (η) = άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά
Καραμπουζουκλής (ο) = λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής)
Καρδάρα-ρι = ξύλινο ή μεταλλικό στρογγυλό αγγείο για το άρμεγμα
Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω
Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας
Κάρμα = το ψοφίμι, ψόφιο ζώο
Καρναβίτσα = εξόγκωμα στα χέρια, μυρμηγκιά
Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα
καρούλες = φουσκάλες
Καρούτα (η) = η σκάφη για το φαγητό των ζώων
Κάσσα = το φέρετρο.
Κασέλα (η) = ξύλινο κασόνι (μπαούλο) με περίτεχνη διακόσμηση όπου φυλάσσονταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
Κασιδιάρης = χωρίς μαλλιά από αρρώστια
Κασκαρίκα = φάρσα
Κατάσαρκα = επάνω στη σάρκα
Κατάχαμα = χάμω
Καταχεριάζω = δέρνω κάποιον με το χέρι μου
Κάτινου = κάποιου (αυτό κάτινους είναι)
Κάτσενα (η) = προβατίνα με πρόσωπο ανοιχτό καφέ ή κόκκινο.
Κατσικάδα, (η) = Χρονιάρα κατσίκα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή,
Κατσιαπλιάς = (ιδιαίτερα στην κατοχή)= αυτός που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για κλεψιές και ατιμίες.
Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται τα μαλλιά από το κρύο
Κατσιφάρα (η) = η ομίχλη, η καταχνιά
Κατσούλα (η) = 1) η κουκούλα της κάπας 2) η γάτα
Κατώι (το) = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων
Καυκαλίθρα (η) = είδος αγριόχορτου
Καψοκαλύβας (ο)= σκωπτικά ο υπερβολικά φιλόξενος
Κενώνω = σερβίρω, μοιράζω το φαγητό στα πιάτα
Κερατούκλης = κατεργαράκος
Κιλίμι (το) = χαλί
Κιότεψα = τέλειωσαν οι δυνάμεις μου, δείλιασα
Κιοτής (ο) = δειλός
Κιούπι (το) = πήλινο πλατύστομο σκεύος
Κιρκινέζι (το) = είδος γερακιού
Κιώνω = τελειώνω
Κλαρίζω = Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κλειώ = κλείνω
Κλιματσίδα (η) = η κληματόβεργα
Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια
Κλωνά (η) = η κλωστή
Κοθώνι (το) = ο χαζός, ο βλάκας (αρχαία λέξη: κόθορνος)
Κοκκινογούλι (το) = μπατζάρι , ραπανάκι
κοκολόγημα = επίπονο μάζεμα ελάχιστων μικρών καρπών « -είχαν τίποτα φέτος οι καρυδιές ; - Μπά, κοκολόγια»
Κολίνα (η) = φέτα πορτοκαλιού ή σκελίδα σκόρδου
Κολιτσάκι = το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου
Κολόκουρος (ο) = Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.
Κολοκουρίζω = κουρεύω τα πρόβατα στον αυχένα στην ουρά και στα οπίσθια.
Κολάστρα (η) = το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα.
Κόμπια (τα) = οι αρθρώσεις του σώματος
Κομπόδεμα = η αποταμίευση χρήματος σε κόμπο μαντηλιού.
Κονάκι = 1) η καλύβα του τσοπάνη, σπίτι, νοικοκυριό ή αυτοσχέδιο κατάλυμα 2) είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού
Κόνξα (η) = κολπάκια, κόλπο «-μου κάνει κόνξες»
Κοντύλι (το) = ο κοντυλοφόρος, κομμάτι λίθου που έγραφε στην πλάκα
Κόπανος = 1) ξύλινο όργανο νοικοκυράς για το κοπάνημα χοντρόσκουτων ώστε να καθαρίσουν 2) (μεταφ.) ο βλάκας
Κοπιάζω = δέχομαι πρόσκληση κάπ
οιου «κόπιασε στο σπίτι, θα κοπιάσω»
Κοπρίτης = 1) το αδέσποτο σκυλί, κοπρόσκυλο 2) (μτφ.) ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης
Κόρα (ή) = ή εξωτερική επιφάνεια(φλούδα) του ψωμιού, 2) το σημείο όπου επουλώνεται μια πληγή
Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα
Κορακοζώητος (ο) = αυτός που ζει πολλά χρόνια
Κορίτα = ξύλινη ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα
Κόρμπα (η) = μαύρη γίδα
Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών
Κουρνιαχτός = μπουχός, σκόνη
Κόσα (η) = εργαλείο σε σχήμα Γ με ξύλινη λαβή, 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτων
Κότσι = παιδικό παιχνίδι
Κορκοτσέλι = το ψιλό χαλάζι
Κορώνω = βρωμάω
Κοτάω = τολμώ (αποκοτιά= παράτολμη πράξη)
Κουκουλώνω = σκεπάζω
Κουμάσι (το) = 1) ο στάβλος του γουρουνιού 2) βρισιά για τον παλιάνθρωπο
Κουμούτσι = ξεροκόμματο ψωμί
Κουνούκλα (η) = άγριο θαμνώδες φυτό με χαρακτηριστική μυρωδιά
Κουρεμπάτσης = ο κουρεμένος σίρριζα με το ψαλίδι ή τη ψιλή μηχανή
Κουρκούτι,το = 1) ο χυλός, πολτός από μπομποτάλευρο και νερό, 2)το θολωμένο μυαλό
Κουρμπέτι,το = το ταξίδι, σεργιάνι «βγήκες στο κουρμπέτι»
Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια
Κούρνια (η) = το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά
Κουρνιαχτός (ο) = ο μπουχός, η σκόνη,
Κουρούνα (η) = το μεγάλο κοράκι
Κουρούνης = κακομοίρης (επαυξανόμενο : Μαυροκουρούνης)
Κουρούπα (η) = δοχείο
Κουσούρι = ελάττωμα
Κούτελο (το) = το μέτωπο
Κουτουλάω = νυστάζω, χτυπώ το κεφάλι σε κάτι
Κούτουλας = ξύλινο δοχείο για μέτρημα του γάλακτος, ίσο με δύο κιλά περίπου
Κούτσουρο (το) = 1) κοντοκομμένος κορμός δέντρου 2) μτφ. ο έρημος, ο μοναχικός
Κουτρούλι = ο σωρός από χώμα που γίνεται με το σκάψιμο του αμπελιού
Κουτρουλιάζω = φυλάω το χωράφι να μην βοσκηθεί, φτιάχνω σε κάθε γωνιά κουτρούλια
Κουτσούβελα = μικρά παιδιάΚόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών
Κόφτρα (η) = μεγάλο πριόνι
Κοψίδι (το) = κομμάτι ψητού κρέατος
Κοψοχρονιά = μισοτιμής
Κρέμαση (του μύλου) = το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο
Κρένω =λέγω, μιλώ (Αγγέλω κρένει η μάνα σου… δημ. Τραγούδι)
Κριτσανάω = τρώγω τραγανιστά τρόφιμα που βγάζουν ήχο
Κωλώνω = δειλιάζω, οπισθοχωρώ
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου