Νν
Νάκα (η) = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά (Παροιμιώδης έκφραση= « - Δεν έχεις ιδεί καλόγερο με νάκα»)
Νεροποντή = πολύ βροχή
Νεροτριβή = Σημείο δίπλα σε ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά αυτά καθαρίζονται και γίνονται αφράτα
Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό
Nιάνιαρο = μικρό αδύνατο παιδί
Νισάφι = φτάνει πια, έλεος
Νιτερέσι (το) = Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον, «Δεν έχει καλό νιτερέσιο» = καλούς λογαριασμούς
Νίλα (η) = το καψόνι, η συμφορά , η καταστροφή.
Νιογάμπρια (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι
Νογάω = καταλαβαίνω.
Νομάτοι ή νοματαίοι (οι) = άτομα, πρόσωπα «- Έχω δέκα νοματαίους φαμπελιά»
Νουρά (η) = η ουρά
Νταβαντούρι (το) = η φασαρία , το γλέντι, ο θόρυβος, η σύγχυση
Νταβάς (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί
Νταής = άντρας που μπλέκει συχνά σε καυγάδες.
Ντάλα (η) = το κορύφωμα, (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο) (τουρκική λέξη = dal)
Ντραμιτζάνα (η) = μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεκτή ψάθα (βενετική λέξη damegiana)- λέγεται και ντραμπουτζάνα
Ντάλε- κουάλε = ίδιος, απαράλλαχτος
Νταμπλάς (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση
Ντάνα (η) = σειρά από όμοια πράγματα
Ντάντεμα = περιποίηση μικρού παιδιού
Νταραβέρι (το) = σχέση επαγγελματική ή ιδιωτική
Νταρβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού (αναφέρεται συνήθως σε αυτόν που έχει δουλειά αλλά τεμπελιάζει –«Βαράει νταρβίρα» )
Νταρντάνα (η) = μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα.
Ντερέκι = Ο ψηλός και αδύνατος
Ντερλίκοσα = έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το πολύ φαΐ.
Ντιπ = καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου). «Ντιπ μυαλό»
Ντορβάς = Σακούλι (ταγάρι) που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό
Ντορής = Άλογο με κοκκινωπό χρώμα
Ντορός (ο) =το ίχνος στο χιόνι, η πατημασιά, το αχνάρι.
Ντουβάρι (το) = 1.ο τοίχος,2. Ο χαζός, ο αγράμματος
Ντουγένι (το) = ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο που έσερναν τα ζώα για το αλώνισμα.( ίσως η πιο αγαπημένη αγροτική δουλειά των παιδιών)
Ντουντούκι = Ο βλαστός του κρεμμυδιού (λεγόταν μεταφορικά όμως και για κάποιον που είχε διάρροιες «-Ντουντούκι τον πάει …»)
Ντράβαλα (τα) = φασαρίες
Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο « - Μη με ντριβελίζεις ρε μαμούρι …»
Ντρίλι = βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντριτσινάω =χοροπηδάω (για ζώα)
Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην τον ντώνεις»= μη τον αφήνεις
Ντουγρού = κατευθείαν
Ντουνιάς (ο) = ο κόσμος όλος
Ξξ
Ξάι (το) = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος
Ξάγναντο (το) = το ξέφωτο
Ξάλα (η) = γεωργικό εργαλείο για κόψιμο κλαδιών
Ξακρίδι (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»
Ξαμώνω = αποτρέπω το μουλάρι(συνήθως) από ζημιά «- ξάμωσ’ το μουλάρι»
Ξεγκοφιάζουμαι = παθαίνω εξάρθρωση του γοφού.
Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω
Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος.
Ξεκουμπίζουμαι = φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου)
Ξελακώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα του αμπελιού
Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ
Ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι
Ξεμασκαλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό
Ξεμπροστιάζω = αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση
Ξενηστηκωμάρα (η) = η πείνα
Ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω από τ’ άλογο
Ξεπεταλώνω = Βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων
Ξεπεταρούδι (το) = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί
Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω ή χτυπώ άσχημα κάποιον
Ξέρα (η) = η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα εφέτο …»
Ξεροσταλίζω = στέκομαι, περιμένω σαν τα πρόβατα στον ίσκιο
Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια
Ξεσυνέρια (η) = ο ανταγωνισμός
Ξετάζω = εξετάζω, δίνω σημασία.
Ξιέμαι = Ξύνομαι (λεγόταν για αυτόν που πήγαινε γυρεύοντας «-ξιέται στην γκλίτσα του τσιοπάνη…»
Ξινιάρι = λεπτή αξίνα
Ξιόνι = εργαλείο για καθαρισμό του αλετριού από τα χώματα
Ξόβεργα (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά
Ξόμπλι (το) = κουτσομπολιό « -έμαθα ότι με ξόμπλιαζες»
Oo
Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς
Ολότελα = ολοκληρωτικά , εντελώς « - χάθηκε ολότελα»
Oυλούθε = παντού
Οξαποδός = ο διάβολος
Oργιά = μονάδα μετρήσεως μήκους
Ορμήνεια = συμβουλή
Ούλος = Όλος, ολόκληρος
Όχι άλλο =επιφώνημα ξορκισμού του κακού «-όχι άλλο μωρ’ γυναίκες»
Π,π
Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω
Παγανιά ή παγάνα (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει
Παγούρι = μικρό φορητό ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο νερού
Παιδοκομάω = γεννάω παιδί
Παλάτζα = η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι
Πάλε = Πάλι
Παλουκοκαύτης = παρατσούκλι του μηνός Μαρτίου
Παναίριος (α,ο) = εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός «παναίριο παιδί»
Πανώρια (η) = η πολύ ωραία
Παπάρα (η) = κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα
Παράγαλος (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων
Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παράδες (οι) = τα χρήματα
Παρδαλή (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών
Παρλιακός (η,ο) = ο ανισόρροπος
Παρακά = πιο κάτω
Παραλογάω = παραληρώ
Παραλοϊζω = χάνω τα λογικά μου « - Παραλοϊζεσαι γέρο …»
Παρασάνταλος = Άτσαλος, ακατάστατος
Παραπούλια (τα) = οι παραφυάδες στα λάχανα
Παρατσούκλι (το) = σκωπτικό παρωνύμιο
Πασπάλα (η) = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη
Πασπατεύω = ψηλαφίζω, χαϊδεύω ερωτικά
Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα
Πάτερο (το) = Ξύλινος τετραγωνισμένος κορμός που κρατάει την στέγη του σπιτιού
Πατικώνω = συμπιέζω και γεμίζω
Πατητήρι = χώρος για το πάτημα των σταφυλιών –ληνός
Πατιρντί (το) = φασαρία, διασκέδαση, τρικούβερτο γλέντι
Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια
Πατουλιά (η) = μεγάλος θάμνος « - Εκεί στην πατουλιά έχει λαγό»
Πατσιαβούρα (η) = παλιόσκουτο για σκούπισμα
Πάφιλο = Τσίγκος (τα καρφώνανε στις στέγες των σπιτιών, χρησιμοποιώντας ως υλικό συγκράτησης τις παλιές δεκάρες)
Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη
Παχνί (το) = ξύλινη ταΐστρα ζώων
Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα
Πεζούλι (το) = λιθόκτιστο τοιχίο, εκατέρωθεν της εισόδου του σπιτιού , που χρησιμεύει για κάθισμα
Πελεκούδι = κομμάτι ξύλου που προκύπτει από το πελέκημα με τσεκούρι, κατάλληλο για προσάναμμα «θα καεί το πελεκούδι»
Πεντάρφανος (η, ο) = αυτός που δεν έχει κανέναν
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες
Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω
Περγιορίζω = περιορίζω
Πετιμέζι = Βρασμένος μούστος
Περίδρομος (ο) = πολυφαγία, «έφαγε τον περίδρομο»
Περικοπά = από σύντομο δρόμο «- ήρθα γλήγορα γιατί ήρθα περικοπά».
Περόνι (το) = καρφί, αιχμηρό εργαλείο τσαγκάρη.
Περονιάζει = διαπερνά (για το κρύο)
Πεσκέσι (το) = δώρα με φαγώσιμα κυρίως (από την υπόσχεση)
Πεσκίρι (το) = πετσέτα της πινακωτής (τουρκική λέξη: peskir)
Πετσώνω = Χορταίνω, («την πέτσωσα»), καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια
Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια του ζώου
Πιάνουμαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι
Πιέτα (η) = η τσάκιση του ρούχου
Πικρουλίθρα (η) = είδος άγριου χόρτου
Πιλάλα (η) = η τρεχάλα, γρήγορα
Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα του βαγενιού
Πισοκάπουλα = Καβάλα στο πίσω μέρος του αλόγου
Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού (αρχαία λέξη: οπισθάριον)
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλαγιάζω = κοιμάμαι
Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης
Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα για να πλάθουν και να ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο
Πλάστιγγα = ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π , τα πλεγμένα μαλλιά των γυναικών.
Πλεύρα (η) = πλαγιά « - έχω κάτι πλεύρες να οργώσω »
Πλιάτσικο (το) = η λεηλασία μετά τη μάχη ή γενικά η κλεψιά σε μια φυσική καταστροφή
Πλιατσικολόγος (ο) = ο κλέφτης στο πλιάτσικο
Πλίθρα (η) = κύβος πλασμένος από χώμα και άχυρα που χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό για το χτίσιμο σπιτιών
Πλερώνω = Πληρώνω
Πλουμί (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό
Πλοχεριά = Μια χούφτα φαγώσιμα
Πλύμα (το) = Νερό ή τυρόγαλο με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Πόδεμα (το) = η υπόδηση
Ποδόλυσσα (η) = αρρώστια σκύλων
Πουγκί (το) = σακούλι που φύλαγαν τα λεφτά
Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι
Πούντα = Κρυολόγημα
Πούντος = (επίθετο) Πού είναι αυτός
Πουρνό = το πρωί
Πόσια = Πόση ( «πόσια μπατάκα κάματε»=πόση πατάτα μαζέψατε)
Πούσια = Τα ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού
Πράματα = Τα γιδοπρόβατα
Πρεμούρα (η) = βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα
Προγκάω = 1. Τρομάζω, ξαφνιάζω, σκορπάω 2. Διώχνω κάποιον μακριά μου
Προσμπούκι = μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες.
Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο
Προσάναμμα = εύφλεκτο υλικό για το άναμμα της φωτιάς
Προσφάϊ (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί
Πυράφι (το) = η σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι
Πυροστιά = Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά)
Νάκα (η) = Φορητή πάνινη ή δερμάτινη κούνια, από το αρχαίο νάκη = προβιά (Παροιμιώδης έκφραση= « - Δεν έχεις ιδεί καλόγερο με νάκα»)
Νεροποντή = πολύ βροχή
Νεροτριβή = Σημείο δίπλα σε ποτάμι που από την πτώση του νερού στα υφαντά αυτά καθαρίζονται και γίνονται αφράτα
Νιανιά = Φαγητό των μωρών, κακοφτιαγμένο φαγητό
Nιάνιαρο = μικρό αδύνατο παιδί
Νισάφι = φτάνει πια, έλεος
Νιτερέσι (το) = Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον, «Δεν έχει καλό νιτερέσιο» = καλούς λογαριασμούς
Νίλα (η) = το καψόνι, η συμφορά , η καταστροφή.
Νιογάμπρια (τα) = το νιόπαντρο ζευγάρι
Νογάω = καταλαβαίνω.
Νομάτοι ή νοματαίοι (οι) = άτομα, πρόσωπα «- Έχω δέκα νοματαίους φαμπελιά»
Νουρά (η) = η ουρά
Νταβαντούρι (το) = η φασαρία , το γλέντι, ο θόρυβος, η σύγχυση
Νταβάς (ο) = πήλινο ή χαλκωματένιο μικρό ταψί
Νταής = άντρας που μπλέκει συχνά σε καυγάδες.
Ντάλα (η) = το κορύφωμα, (ντάλα μεσημέρι = το καταμεσήμερο) (τουρκική λέξη = dal)
Ντραμιτζάνα (η) = μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με περίβλημα από πλεκτή ψάθα (βενετική λέξη damegiana)- λέγεται και ντραμπουτζάνα
Ντάλε- κουάλε = ίδιος, απαράλλαχτος
Νταμπλάς (ο) = συγκοπή ή συμφόρηση
Ντάνα (η) = σειρά από όμοια πράγματα
Ντάντεμα = περιποίηση μικρού παιδιού
Νταραβέρι (το) = σχέση επαγγελματική ή ιδιωτική
Νταρβίρα = Σφυρίχτρα με καλάμια σιταριού (αναφέρεται συνήθως σε αυτόν που έχει δουλειά αλλά τεμπελιάζει –«Βαράει νταρβίρα» )
Νταρντάνα (η) = μεγαλόσωμη, δυνατή γυναίκα, αντρογυναίκα.
Ντερέκι = Ο ψηλός και αδύνατος
Ντερλίκοσα = έφαγα με απληστία. χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το πολύ φαΐ.
Ντιπ = καθόλου, (Ντιπ για ντιπ = καθόλου μα καθόλου). «Ντιπ μυαλό»
Ντορβάς = Σακούλι (ταγάρι) που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό
Ντορής = Άλογο με κοκκινωπό χρώμα
Ντορός (ο) =το ίχνος στο χιόνι, η πατημασιά, το αχνάρι.
Ντουβάρι (το) = 1.ο τοίχος,2. Ο χαζός, ο αγράμματος
Ντουγένι (το) = ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο που έσερναν τα ζώα για το αλώνισμα.( ίσως η πιο αγαπημένη αγροτική δουλειά των παιδιών)
Ντουντούκι = Ο βλαστός του κρεμμυδιού (λεγόταν μεταφορικά όμως και για κάποιον που είχε διάρροιες «-Ντουντούκι τον πάει …»)
Ντράβαλα (τα) = φασαρίες
Ντριβέλι = 1. Ζιζάνιο(χωραφιών) σαράκι 2. Βάσανο « - Μη με ντριβελίζεις ρε μαμούρι …»
Ντρίλι = βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντριτσινάω =χοροπηδάω (για ζώα)
Ντώνω = Αφήνω, χαλαρώνω, «Μην τον ντώνεις»= μη τον αφήνεις
Ντουγρού = κατευθείαν
Ντουνιάς (ο) = ο κόσμος όλος
Ξξ
Ξάι (το) = τα αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά σε είδος
Ξάγναντο (το) = το ξέφωτο
Ξάλα (η) = γεωργικό εργαλείο για κόψιμο κλαδιών
Ξακρίδι (το) = υπόλειμμα χωραφιού, «μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι»
Ξαμώνω = αποτρέπω το μουλάρι(συνήθως) από ζημιά «- ξάμωσ’ το μουλάρι»
Ξεγκοφιάζουμαι = παθαίνω εξάρθρωση του γοφού.
Ξεζαλώνω = ξεφορτώνω
Ξεΐγκλωτος = Ο ασουλούπωτος.
Ξεκουμπίζουμαι = φεύγω «κακήν κακώς», αποδιώχνομαι (ξεκουμπίσου= Φύγε μακριά μου, εξαφανίσου)
Ξελακώνω = βγάζω το χώμα γύρω από τη ρίζα του αμπελιού
Ξελιγώθηκα = πείνασα πολύ
Ξελημεριάζω = περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι
Ξεμασκαλίζω = Ξεκολλάω τα κλαδιά από τον κορμό
Ξεμπροστιάζω = αποκαλύπτω κάποιον με αντιπαράθεση
Ξενηστηκωμάρα (η) = η πείνα
Ξεπεζεύω = ξεκαβαλικεύω από τ’ άλογο
Ξεπεταλώνω = Βγάζω τα παλιά πέταλα των ζώων
Ξεπεταρούδι (το) = το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα, το πολύ μικρό παιδί
Ξεπουπουλιάζω= Βγάζω τα πούπουλα από τα πτηνά, βασανίζω ή χτυπώ άσχημα κάποιον
Ξέρα (η) = η ανομβρία « -Μαύρη ξέρα εφέτο …»
Ξεροσταλίζω = στέκομαι, περιμένω σαν τα πρόβατα στον ίσκιο
Ξέσκουρα = (επίρρημα) ξυστά, επιπόλαια
Ξεσυνέρια (η) = ο ανταγωνισμός
Ξετάζω = εξετάζω, δίνω σημασία.
Ξιέμαι = Ξύνομαι (λεγόταν για αυτόν που πήγαινε γυρεύοντας «-ξιέται στην γκλίτσα του τσιοπάνη…»
Ξινιάρι = λεπτή αξίνα
Ξιόνι = εργαλείο για καθαρισμό του αλετριού από τα χώματα
Ξόβεργα (η) = παγίδα με κόλα για πουλιά
Ξόμπλι (το) = κουτσομπολιό « -έμαθα ότι με ξόμπλιαζες»
Oo
Ογλήγορος = γρήγορος στα πόδια, ταχύς
Ολότελα = ολοκληρωτικά , εντελώς « - χάθηκε ολότελα»
Oυλούθε = παντού
Οξαποδός = ο διάβολος
Oργιά = μονάδα μετρήσεως μήκους
Ορμήνεια = συμβουλή
Ούλος = Όλος, ολόκληρος
Όχι άλλο =επιφώνημα ξορκισμού του κακού «-όχι άλλο μωρ’ γυναίκες»
Π,π
Παγαίνω, πααίνω = Πηγαίνω
Παγανιά ή παγάνα (η) = σκόρπιο απόσπασμα που ψάχνει
Παγούρι = μικρό φορητό ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο νερού
Παιδοκομάω = γεννάω παιδί
Παλάτζα = η κρεμαστή ζυγαριά με το βαρίδι
Πάλε = Πάλι
Παλουκοκαύτης = παρατσούκλι του μηνός Μαρτίου
Παναίριος (α,ο) = εκλεκτός, θαυμάσιος, εξαιρετικός «παναίριο παιδί»
Πανώρια (η) = η πολύ ωραία
Παπάρα (η) = κομμάτια ψωμιού μέσα σε νερό ή γάλα
Παράγαλος (ο) = αρρώστια αιγοπροβάτων
Παραγώνι = Ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παράδες (οι) = τα χρήματα
Παρδαλή (η) = εύκολη γυναίκα, ελαφρών ηθών
Παρλιακός (η,ο) = ο ανισόρροπος
Παρακά = πιο κάτω
Παραλογάω = παραληρώ
Παραλοϊζω = χάνω τα λογικά μου « - Παραλοϊζεσαι γέρο …»
Παρασάνταλος = Άτσαλος, ακατάστατος
Παραπούλια (τα) = οι παραφυάδες στα λάχανα
Παρατσούκλι (το) = σκωπτικό παρωνύμιο
Πασπάλα (η) = το χιόνι που σκεπάζει ίσα-ίσα τη γη
Πασπατεύω = ψηλαφίζω, χαϊδεύω ερωτικά
Πατατούκα = βαρύ παλτό ή κάπα
Πάτερο (το) = Ξύλινος τετραγωνισμένος κορμός που κρατάει την στέγη του σπιτιού
Πατικώνω = συμπιέζω και γεμίζω
Πατητήρι = χώρος για το πάτημα των σταφυλιών –ληνός
Πατιρντί (το) = φασαρία, διασκέδαση, τρικούβερτο γλέντι
Πατόκορφα = Από την κορυφή ως τα νύχια
Πατουλιά (η) = μεγάλος θάμνος « - Εκεί στην πατουλιά έχει λαγό»
Πατσιαβούρα (η) = παλιόσκουτο για σκούπισμα
Πάφιλο = Τσίγκος (τα καρφώνανε στις στέγες των σπιτιών, χρησιμοποιώντας ως υλικό συγκράτησης τις παλιές δεκάρες)
Πάχυτα (τα) = πολλά λίπη
Παχνί (το) = ξύλινη ταΐστρα ζώων
Παχνιάζω = βάζω τροφή στα ζώα
Πεζούλι (το) = λιθόκτιστο τοιχίο, εκατέρωθεν της εισόδου του σπιτιού , που χρησιμεύει για κάθισμα
Πελεκούδι = κομμάτι ξύλου που προκύπτει από το πελέκημα με τσεκούρι, κατάλληλο για προσάναμμα «θα καεί το πελεκούδι»
Πεντάρφανος (η, ο) = αυτός που δεν έχει κανέναν
Πεντόβολα = Παιδικό παιχνίδι με πέντε μπίλιες ή πέτρες
Περατζάδα = μια βόλτα τριγύρω
Περγιορίζω = περιορίζω
Πετιμέζι = Βρασμένος μούστος
Περίδρομος (ο) = πολυφαγία, «έφαγε τον περίδρομο»
Περικοπά = από σύντομο δρόμο «- ήρθα γλήγορα γιατί ήρθα περικοπά».
Περόνι (το) = καρφί, αιχμηρό εργαλείο τσαγκάρη.
Περονιάζει = διαπερνά (για το κρύο)
Πεσκέσι (το) = δώρα με φαγώσιμα κυρίως (από την υπόσχεση)
Πεσκίρι (το) = πετσέτα της πινακωτής (τουρκική λέξη: peskir)
Πετσώνω = Χορταίνω, («την πέτσωσα»), καλύπτω με σανίδες μια επιφάνεια
Πηχτή = Βρασμένο χοιρινό από το κεφάλι και τα πόδια του ζώου
Πιάνουμαι = απασχολούμαι, αναπιάνω = Φτιάχνω το ζυμάρι
Πιέτα (η) = η τσάκιση του ρούχου
Πικρουλίθρα (η) = είδος άγριου χόρτου
Πιλάλα (η) = η τρεχάλα, γρήγορα
Πινακωτή = Ξύλινο κατασκεύασμα με χωρίσματα για το ψωμί μέχρι να φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο
Πινίγω = Πνίγω
Πίρος = στρογγυλή ξύλινη τάπα του βαγενιού
Πισοκάπουλα = Καβάλα στο πίσω μέρος του αλόγου
Πιστάρι (το) = το πίσω μέρος του σαμαριού (αρχαία λέξη: οπισθάριον)
Πλαντάζω = Κλαίω δυνατά, ταράζομαι από θυμό
Πλαγιάζω = κοιμάμαι
Πλάστης = Κυλινδρικό ξύλο για το άνοιγμα της ζύμης
Πλαστήρι = Επίπεδο τετράγωνη η στρογγυλή τάβλα για να πλάθουν και να ρίχνουν τη ζύμη στο φούρνο
Πλάστιγγα = ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Πλεξούδα = αρμαθιά σκόρδων, κρεμμυδιών κ.λ.π , τα πλεγμένα μαλλιά των γυναικών.
Πλεύρα (η) = πλαγιά « - έχω κάτι πλεύρες να οργώσω »
Πλιάτσικο (το) = η λεηλασία μετά τη μάχη ή γενικά η κλεψιά σε μια φυσική καταστροφή
Πλιατσικολόγος (ο) = ο κλέφτης στο πλιάτσικο
Πλίθρα (η) = κύβος πλασμένος από χώμα και άχυρα που χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό για το χτίσιμο σπιτιών
Πλερώνω = Πληρώνω
Πλουμί (το) = στολίδι, κεντητό ή ζωγραφιστό
Πλοχεριά = Μια χούφτα φαγώσιμα
Πλύμα (το) = Νερό ή τυρόγαλο με πίτουρα για το τάισμα των γουρουνιών
Πόδεμα (το) = η υπόδηση
Ποδόλυσσα (η) = αρρώστια σκύλων
Πουγκί (το) = σακούλι που φύλαγαν τα λεφτά
Πουλάρι = Νεογέννητο άλογο ή γαϊδούρι
Πούντα = Κρυολόγημα
Πούντος = (επίθετο) Πού είναι αυτός
Πουρνό = το πρωί
Πόσια = Πόση ( «πόσια μπατάκα κάματε»=πόση πατάτα μαζέψατε)
Πούσια = Τα ξεφλουδισμένα φύλλα του καλαμποκιού
Πράματα = Τα γιδοπρόβατα
Πρεμούρα (η) = βιασύνη να τελειώσει η δουλειά γρήγορα
Προγκάω = 1. Τρομάζω, ξαφνιάζω, σκορπάω 2. Διώχνω κάποιον μακριά μου
Προσμπούκι = μπουκιές πριν το κυρίως φαγητό
Προσφώλι = το αυγό στην φωλιά που προσελκύσει τις κότες.
Προγκηχτήρι = Το σκιάχτρο
Προσάναμμα = εύφλεκτο υλικό για το άναμμα της φωτιάς
Προσφάϊ (το) = αυτό που τρώγεται συνοδεύοντας το ψωμί
Πυράφι (το) = η σφήνα που κλείνουν την τρύπα στο βαγένι
Πυροστιά = Μεταλλικός τρίποδας που βαστάζει το καζάνι στην εστία (φωτιά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου