-5-
Λλ
Λάβρα (η) = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο και τη φωτιά.
Λάγια = μαύρη προβατίνα
Λάζο (το) = χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
Λαήνα (η) = πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π..
Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.
Λακριντί (το) = ψιλοκουβεντούλα, κουτσομπολιό
Λαλακιάζω = διψάω αφόρητα ( π.χ. λαλάκιασε από τη δίψα)
Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε
Λακριντί (το) = κουτσομπολιό
Λάμια (η) =στρίγγλα, νεράιδα
Λαμπίκος (ο) = Ο γυαλιστερός «τα πιάτα έγιναν λαμπίκο»
Λανάρι = ξύλινο εργαλείο σαν βούρτσα για το «ξάσιμο» του μαλλιού με μεταλλικά δόντια (καρφιά)
Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί.
Λαχίδι (το) = μικρό χωράφι από λαχνό (αρχαία λέξη= λάχος)
Λεβέτι (το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια (αρχ.: λέβης)
Λεημόνι (το) = λεμόνι
Λειόκριση = Η πανσέληνος
Λειτουργιά (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π.
Λελούδι = Το λουλούδι
Λερός = Ο λερωμένος, ο βρώμικος
Λέτσος = Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος
Λεφούσι (το) = μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα
Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…»
Ληνός (ο) = Πατητήρι
Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα).
Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός
Λιάρος (ο) = παρδαλός, ασπρόμαυρος.
Λιάρα (η) = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα
Λίγδα (η) = Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού, ο λεκές
Λίμα, Λιμασμένος = Πείνα, Πεινασμένος
Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα
Λίμπα = μεταλλικό ή πήλινο δοχείο αποθήκευσης λαδιού
Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ
Λινάτσα = τσουβάλι
Λιόκρινο = «ρίχνω το λιόκρινο» υλικό για ξεμάτιασμα
Λιχνάω λιχνίζω = σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο.
Λιχνιστήρι = δεκριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι
Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο
Λόρδα (η) = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»
Λούμπα (η) = λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό.
Λουμώνω = κρύβομαι
Λούρα (η) = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα
Λόϋρα = ολόγυρα
Λούτσα = μούσκεμα «έγινε λούτσα απ’ τη βροχή» (σλάβικη λέξη= luze)
Λυγιά (η) = η λυγαριά
Λυγερή (η) = γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψηλή και κομψή.
Λυκοφαγωμένο (το) =μτφ. βρισιά για παιδιά και ζώα.
Λυσσιακό (το) = η λύσσα
Λυχνοστάτης (ο) = ξύλο που κρατούσε το λυχνάρι
Μμ
Μαγάρα (η) = ακαθαρσία (από το μίασμα)
Μαγαρισμένος (η, ο) = 1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη
Μαγκούφης (ο) = ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο
Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. το χαμίνι, το διαολόπαιδο
Μάνα = Ο αρχηγός των παιδικών παιχνιδιών, η αρχική πηγή
Μανάρι (το) =οικόσιτο αρνί ή κατσίκι. (παράφραση του αρχαίου «αμνός»)
Μάρα = χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα
Μάνι μάνι = τώρα αμέσως
Μανόγαλο (το) = της μάνας το γάλα
Μανουσάκι (το) = το κυκλάμινο
Μάνταλο (το) = σύρτης κουφωμάτων
Μαντάτο (το) = η είδηση, το νέο
Μαντράχαλος = Ο ψηλός και άχαρος
Μαντρί (το) = πρόχειρος χώρος για την στέγαση κοπαδιών
Μαράζι (το) = καημός
Μαραζωμένος, (η, ο) = χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός.
Μαραφέτι = εργαλείο
Μάρκαλος (ο) = το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή.
Μάσια (η) = τριγωνικό εργαλείο για το τζάκι
Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα)
Μαστάρι (το) = το στήθος των ζώων.
Ματιάζω = μτφ βασκάνω
Ματσούκι (το) = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός, το μαστίγιο.
Μασουλάω = σιγομασάω
Μαχαλάς (ο) = η γειτονιά του χωριού
Μελεούνι (το) = αμέτρητο πλήθος
Μερελός (ο) = ο μουρλός, μισότρελος
Μερεμετάω = επιδιορθώνω
Μερεμέτια = ψιλοδουλειές
Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου «με μερμελάει»
Μεροδούλι (το) = το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς
Μερτικό (το) = το μερίδιο
Μεσάντρα (η) = εσωτερικό χώρισμα (τοίχος) του σπιτιού
Μεσιακό (το) = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μετερίζι (το) = το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι, τουρκ. meteris
Μιλιόρα (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη
Μισογόμι = Το φορτίο στη μέση του σαμαριού
Μισοφόρι (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
Μιτάρι = το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια.
Μολέβω = μολύνω, (μόλεμα= μολυντήρι)
Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα»
Μονάντερος = Ο αχόρταγος
Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση
Μορώνω = Σταματάω να κλαίω
Μόσκος (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά, ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο» (& ευχή = -μόσκος να ‘ναι το κρασί)
Μοσχαναθρεμένος (η, ο) = ο μεγαλωμένος με όλα τα καλά
Μούλικο (το) = νόθο, εξώγαμο παιδί
Mουλοχτός (ο) = ο μαζεμένος, ο ύπουλος
Μουνουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά ζώου
Μουνούχης = Μουνουχισμένος (μτφ. στείρος)
Μούντζα (η) = χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη (ρ.μουτζώνω)
Μουντζαλιά (η) = μουντζούρα από μελάνι.
Μουστρίζομαι = λερώνομαι στα μούτρα τρώγοντας (μουστρέτσης (ο)
Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές)
Μουτζήθρα (η)= μυζήθρα-είδος τυριού (από τον τόπο καταγωγής του είδους , Μυζηθράς-Μυστράς)
Μούργος = Ο τεμπέλης, το μαύρο σκυλί
Μουρντάρης = Αυτός που κυνηγά τον ποδόγυρο
Μουρόχαβλος = Βλάκας
Μουστερής = Ο επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης (λαϊκή έκφραση: - Ε ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει)
Μουχρούτα = Βαθύ πήλινο πιάτο «έφαγε μια μουχρούτα λαζάνια»
Μουσαφίρης (ο) = ο φιλοξενούμενος
Μούσκλια (τα) = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
Μπαγλαρώνω = δένω πιστάγκωνα κάποιον
Μπαϊλντίζω = βαριεστώ, βαριέμαι
Μπαΐρι = Άγονο ακαλλιέργητο χωράφι
Μπάκα (η) = η κοιλιά
Μπακανιάρης (α,ικο) = 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί
Μπάλιος (ο) = το κατάμαυρο άλογο με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
Μπαλντούμι (το) = Λουρίδες από δέρμα που συγκρατούν το σαμάρι στα οπίσθια του ζώου (γαϊδουριού ή αλόγου).
Μπαντανία (η) = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
Μπαξές (ο) = ο κήπος
Μπάστακας (ο) = αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας
Μπατάκα (η) = η πατάτα
Μπαταλιακό ή μπάταλο (το) = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλο»
Μπελάς = δύσκολη κατάσταση
Μπερντάχι = ο ξυλοδαρμός, «θα σου δώσω ένα μπερντάχι»
Μπίζ (το) = Είδος παιχνιδιού
Μπίλια (η) = Γυάλινος βώλος
Μπινιάρης (α,ικο) = ο δίδυμος
Μπίτι = ολότελα, καθόλου (τουρκική λέξη=bit)
Μπλάστρης (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το φύλο για τα ζυμαρικά
Μπλατσουράω = Τσαλαβουτώ στα νερά
Μπουγεύομαι = Μεγαλώνω, δυναμώνω « -τ’αμπέλια μπουγέψανε»
Μπούκα = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού
Μπόλικος = Πολύς
Μπομπότα (η) = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μπονόρα = πολύ πρωί, το ξημέρωμα
Μπόρα (η) = η ξαφνική βροχή
Μποστάνι (το) = περιβόλι
Μποτίλια (η) = Μπουκάλα
Μπότσα (η) = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του κρασιού ή του τσίπουρου.
Μπουλούκια = ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών
Μπουγιουρντί (το) = έγγραφο με δυσάρεστα νέα, λογαριασμός (τούρκικη λέξη)
Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος, χωριό στην περιοχή μας (τουρκική λέξη= buz)
Μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω
Μπούλμπερη ή Μπούρμπερη= σκόνη «-Μπα που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη»
Μπουναμάς (ο) = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές
Μπούρδα (η) = το μεγάλο τσουβάλι « -έφερε πέντε μπούρδες στάρι»
Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε)
Μπουρμπουλίθρα (η) = φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό
Μπούρμπουνας (ο) = σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων
Μπουσιουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα
Μπουχάω-μπουχίζω = ραντίζω, καταβρέχω με υγρό
Μπουχός = 1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»
Μπουφές = έπιπλο για τα σερβίτσια
Μπούχτησα = χόρτασα
Μπρούκλης (ο) = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς
Μπουμπούνας ή μπουμπουνοκέφαλος = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει
Μπούφλα (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης
Μπροστέλα (η) = Ποδιά
Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο
Μυλόπετρα (η) = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών
Μώρα (η) = μωρία, αποχαύνωση (κατάρα= « -Μώρα & κασίδα »)
Μωρ'άραχνη = μαύρη, κακομοίρα
Μωρώνω = παρηγορώ μωρό
Λλ
Λάβρα (η) = η μεγάλη ζέστη από τον Ήλιο και τη φωτιά.
Λάγια = μαύρη προβατίνα
Λάζο (το) = χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή
Λαήνα (η) = πήλινο κιούπι (μεγάλο δοχείο) με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π..
Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.
Λακριντί (το) = ψιλοκουβεντούλα, κουτσομπολιό
Λαλακιάζω = διψάω αφόρητα ( π.χ. λαλάκιασε από τη δίψα)
Λάλησε = Έχασε τα λογικά του, παραφρόνησε, ξέφυγε
Λακριντί (το) = κουτσομπολιό
Λάμια (η) =στρίγγλα, νεράιδα
Λαμπίκος (ο) = Ο γυαλιστερός «τα πιάτα έγιναν λαμπίκο»
Λανάρι = ξύλινο εργαλείο σαν βούρτσα για το «ξάσιμο» του μαλλιού με μεταλλικά δόντια (καρφιά)
Λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί.
Λαχίδι (το) = μικρό χωράφι από λαχνό (αρχαία λέξη= λάχος)
Λεβέτι (το) =μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια (αρχ.: λέβης)
Λεημόνι (το) = λεμόνι
Λειόκριση = Η πανσέληνος
Λειτουργιά (η) = το πρόσφορο, το σφραγισμένο με την ξύλινη σφραγίδα ψωμί που προσφέρεται στον ιερέα στις ονομαστικές εορτές κ.λ.π.
Λελούδι = Το λουλούδι
Λερός = Ο λερωμένος, ο βρώμικος
Λέτσος = Ο κακοντυμένος, ο ατημέλητος
Λεφούσι (το) = μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα
Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…»
Ληνός (ο) = Πατητήρι
Λιάζω = από το ηλιάζω, αποξηραίνω στο ήλιο (τρόφιμα στο λιακωτό= βεράντα).
Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός
Λιάρος (ο) = παρδαλός, ασπρόμαυρος.
Λιάρα (η) = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα
Λίγδα (η) = Το λυομένο πάχος από το παστό του γουρουνιού, ο λεκές
Λίμα, Λιμασμένος = Πείνα, Πεινασμένος
Λιμοκοντόρος = φτωχός νέος που ντύνεται με ωραία φανταχτερά ρούχα
Λίμπα = μεταλλικό ή πήλινο δοχείο αποθήκευσης λαδιού
Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ
Λινάτσα = τσουβάλι
Λιόκρινο = «ρίχνω το λιόκρινο» υλικό για ξεμάτιασμα
Λιχνάω λιχνίζω = σηκώνω με το δικριάνι το αλωνισμένο σιτάρι για να ξεχωρίσω με την βοήθεια του αέρα τον καρπό από το άχυρο.
Λιχνιστήρι = δεκριάνι, ξύλινο εργαλείο σαν πιρούνι για το λίχνισμα του άχυρου στο αλώνι
Λόϊδο = Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο
Λόρδα (η) = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»
Λούμπα (η) = λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό.
Λουμώνω = κρύβομαι
Λούρα (η) = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα
Λόϋρα = ολόγυρα
Λούτσα = μούσκεμα «έγινε λούτσα απ’ τη βροχή» (σλάβικη λέξη= luze)
Λυγιά (η) = η λυγαριά
Λυγερή (η) = γυναίκα ευκίνητη, λεπτή ψηλή και κομψή.
Λυκοφαγωμένο (το) =μτφ. βρισιά για παιδιά και ζώα.
Λυσσιακό (το) = η λύσσα
Λυχνοστάτης (ο) = ξύλο που κρατούσε το λυχνάρι
Μμ
Μαγάρα (η) = ακαθαρσία (από το μίασμα)
Μαγαρισμένος (η, ο) = 1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη
Μαγκούφης (ο) = ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο
Μαμούρι = 1.Το μικρό παιδί 2. το χαμίνι, το διαολόπαιδο
Μάνα = Ο αρχηγός των παιδικών παιχνιδιών, η αρχική πηγή
Μανάρι (το) =οικόσιτο αρνί ή κατσίκι. (παράφραση του αρχαίου «αμνός»)
Μάρα = χωρίς έννοια, «άρες μάρες κουκουνάρες», ανόητα πράγματα
Μάνι μάνι = τώρα αμέσως
Μανόγαλο (το) = της μάνας το γάλα
Μανουσάκι (το) = το κυκλάμινο
Μάνταλο (το) = σύρτης κουφωμάτων
Μαντάτο (το) = η είδηση, το νέο
Μαντράχαλος = Ο ψηλός και άχαρος
Μαντρί (το) = πρόχειρος χώρος για την στέγαση κοπαδιών
Μαράζι (το) = καημός
Μαραζωμένος, (η, ο) = χτυπημένος από μεγάλο καημό, ο καχεκτικός.
Μαραφέτι = εργαλείο
Μάρκαλος (ο) = το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή.
Μάσια (η) = τριγωνικό εργαλείο για το τζάκι
Μασούρι = Εξάρτημα του αργαλειού λεπτό καλάμι όπου τυλίγεται επάνω το νήμα (γνέμα)
Μαστάρι (το) = το στήθος των ζώων.
Ματιάζω = μτφ βασκάνω
Ματσούκι (το) = το ξύλο, ο ξυλοδαρμός, το μαστίγιο.
Μασουλάω = σιγομασάω
Μαχαλάς (ο) = η γειτονιά του χωριού
Μελεούνι (το) = αμέτρητο πλήθος
Μερελός (ο) = ο μουρλός, μισότρελος
Μερεμετάω = επιδιορθώνω
Μερεμέτια = ψιλοδουλειές
Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου «με μερμελάει»
Μεροδούλι (το) = το μεροκάματο, αμοιβή μίας ημέρας δουλειάς
Μερτικό (το) = το μερίδιο
Μεσάντρα (η) = εσωτερικό χώρισμα (τοίχος) του σπιτιού
Μεσιακό (το) = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μετερίζι (το) = το οχύρωμα, η θέση μάχης προμαχώνας, ταμπούρι, τουρκ. meteris
Μιλιόρα (η) = η προβατίνα η πρωτόγεννη
Μισογόμι = Το φορτίο στη μέση του σαμαριού
Μισοφόρι (το) = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
Μιτάρι = το τοποθετημένο νήμα στον αργαλειό, το οποίο στηρίζεται σε 2 ξυλαράκια.
Μολέβω = μολύνω, (μόλεμα= μολυντήρι)
Μολογάω = διηγούμαι, σχολιάζω, «Για μολόγα μου τα νέα»
Μονάντερος = Ο αχόρταγος
Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση
Μορώνω = Σταματάω να κλαίω
Μόσκος (ο) = αρωματικό υγρό, μυρουδιά, ευωδία «το μόσκο το γαρίφαλο» (& ευχή = -μόσκος να ‘ναι το κρασί)
Μοσχαναθρεμένος (η, ο) = ο μεγαλωμένος με όλα τα καλά
Μούλικο (το) = νόθο, εξώγαμο παιδί
Mουλοχτός (ο) = ο μαζεμένος, ο ύπουλος
Μουνουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά ζώου
Μουνούχης = Μουνουχισμένος (μτφ. στείρος)
Μούντζα (η) = χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη (ρ.μουτζώνω)
Μουντζαλιά (η) = μουντζούρα από μελάνι.
Μουστρίζομαι = λερώνομαι στα μούτρα τρώγοντας (μουστρέτσης (ο)
Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές)
Μουτζήθρα (η)= μυζήθρα-είδος τυριού (από τον τόπο καταγωγής του είδους , Μυζηθράς-Μυστράς)
Μούργος = Ο τεμπέλης, το μαύρο σκυλί
Μουρντάρης = Αυτός που κυνηγά τον ποδόγυρο
Μουρόχαβλος = Βλάκας
Μουστερής = Ο επισκέπτης, ο πελάτης, ο μουσαφίρης (λαϊκή έκφραση: - Ε ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει)
Μουχρούτα = Βαθύ πήλινο πιάτο «έφαγε μια μουχρούτα λαζάνια»
Μουσαφίρης (ο) = ο φιλοξενούμενος
Μούσκλια (τα) = παράσιτα που καλύπτουν τους κορμούς των δέντρων, πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά
Μπαγλαρώνω = δένω πιστάγκωνα κάποιον
Μπαϊλντίζω = βαριεστώ, βαριέμαι
Μπαΐρι = Άγονο ακαλλιέργητο χωράφι
Μπάκα (η) = η κοιλιά
Μπακανιάρης (α,ικο) = 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. Άρρωστο από σπλήνα παιδί
Μπάλιος (ο) = το κατάμαυρο άλογο με μια άσπρη βούλα στο κούτελο
Μπαλντούμι (το) = Λουρίδες από δέρμα που συγκρατούν το σαμάρι στα οπίσθια του ζώου (γαϊδουριού ή αλόγου).
Μπαντανία (η) = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
Μπαξές (ο) = ο κήπος
Μπάστακας (ο) = αυτός που στέκεται ενοχλητικά ασάλευτα δίπλα μας
Μπατάκα (η) = η πατάτα
Μπαταλιακό ή μπάταλο (το) = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλο»
Μπελάς = δύσκολη κατάσταση
Μπερντάχι = ο ξυλοδαρμός, «θα σου δώσω ένα μπερντάχι»
Μπίζ (το) = Είδος παιχνιδιού
Μπίλια (η) = Γυάλινος βώλος
Μπινιάρης (α,ικο) = ο δίδυμος
Μπίτι = ολότελα, καθόλου (τουρκική λέξη=bit)
Μπλάστρης (ο) = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το φύλο για τα ζυμαρικά
Μπλατσουράω = Τσαλαβουτώ στα νερά
Μπουγεύομαι = Μεγαλώνω, δυναμώνω « -τ’αμπέλια μπουγέψανε»
Μπούκα = στόχος, στο μάτι, στη μπούκα του ντουφεκιού
Μπόλικος = Πολύς
Μπομπότα (η) = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μπονόρα = πολύ πρωί, το ξημέρωμα
Μπόρα (η) = η ξαφνική βροχή
Μποστάνι (το) = περιβόλι
Μποτίλια (η) = Μπουκάλα
Μπότσα (η) = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του κρασιού ή του τσίπουρου.
Μπουλούκια = ομάδες, πολλοί μαζί, κοπάδι πουλιών
Μπουγιουρντί (το) = έγγραφο με δυσάρεστα νέα, λογαριασμός (τούρκικη λέξη)
Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος, χωριό στην περιοχή μας (τουρκική λέξη= buz)
Μπουζουριάζω = κλείνω στη φυλακή, σπρώχνω
Μπούλμπερη ή Μπούρμπερη= σκόνη «-Μπα που να γένεις στάχτη και μπούρμπερη»
Μπουναμάς (ο) = το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές
Μπούρδα (η) = το μεγάλο τσουβάλι « -έφερε πέντε μπούρδες στάρι»
Μπουρδούκλωμα = περδίκλωμα (περδικλώθηκε = μπουρδουκλώθηκε)
Μπουρμπουλίθρα (η) = φουσκάλα αέρα επάνω στο νερό
Μπούρμπουνας (ο) = σκαθάρι στις ακαθαρσίες των ζώων
Μπουσιουλάω = κινούμαι με τα τέσσερα
Μπουχάω-μπουχίζω = ραντίζω, καταβρέχω με υγρό
Μπουχός = 1. Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2. Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»
Μπουφές = έπιπλο για τα σερβίτσια
Μπούχτησα = χόρτασα
Μπρούκλης (ο) = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς
Μπουμπούνας ή μπουμπουνοκέφαλος = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει
Μπούφλα (η) = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης
Μπροστέλα (η) = Ποδιά
Μυλαύλακο = αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο
Μυλόπετρα (η) = μεγάλη κυλινδρική πέτρα για το άλεσμα δημητριακών
Μώρα (η) = μωρία, αποχαύνωση (κατάρα= « -Μώρα & κασίδα »)
Μωρ'άραχνη = μαύρη, κακομοίρα
Μωρώνω = παρηγορώ μωρό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου